- γείσο
- Το μέρος της στέγης ενός ναού ή σπιτιού που προεξέχει από τους κάθετους τοίχους του, με σκοπό να τους προφυλάξει από τα νερά της βροχής που ρέουν από τη στέγη. Στην αρχιτεκτονική των αρχαίων το γ. ήταν το ανώτατο τμήμα του θριγκού (κορνίζας). Το αποτελούσαν πλάκες που προεξείχαν από το μέτωπο του τείχους ή το επιστήλιο του διαζώματος και προστάτευε τα ανάγλυφα στις μετόπες ή τις ζωφόρους από τα νερά της στέγης. Το γ. του ιωνικού ναού χωριζόταν με βαθιά εγκοπή σε δύο διαδοχικά πλακοειδή μέρη που το ανώτερο προεξείχε περισσότερο από το κατώτερο. Στο κατώτερο υπήρχαν βαθιές ορθογώνιες εγκοπές που ονομάζονταν γεισίποδες. Την κάτω επιφάνεια του δωρικού γ. κοσμούσε μια σειρά από προεξέχουσες πλάκες (πρόμοχθοι) που έφεραν συνήθως 18 σταγόνες τοποθετημένες σε τρεις σειρές. Το κατακόρυφο μέτωπο του γ. κοσμούσαν συνήθως γραπτά ή ανάγλυφα διακοσμητικά θέματα. Πάνω στο γ. επικαθόταν η στέγη και, επειδή αυτή ήταν πάντα δικλινής, σχηματίζονταν στις μικρές πλευρές του ναού τριγωνικοί τοίχοι (τύμπανα) πάνω στους οποίους επικαθόταν αμφικλινές γ. με διακοσμητικά ακρωτήρια στις τρεις γωνίες του. Τα τύμπανα με τα γ. και τα ακρωτήρια αποτελούσαν το αέτωμα. Μέσα στην εσοχή που σχηματιζόταν στο τύμπανο, τοποθετούσαν τα εναέτια (δηλαδή, μέσα στο αέτωμα) γλυπτά, που προφυλάσσονταν με τον τρόπο αυτό από τα νερά της βροχής.
* * *το και γείσος, ο (AM γεῑσον, το και γεῑσος, το και γεῑσος ή γεῑσσος, ο)το μέρος τής στέγης που προεξέχει από τους τοίχους, μαρκίζα, κορνίζανεοελλ.προεξοχή στρατιωτικού ή ναυτικού πηληκίου που σκιάζει το μέτωπο, κεραμίδιαρχ.1. το μέρος τής στέγης τού ναού που στηρίζεται στον θριγκό ή ο ίδιος ο θριγκός*2. κράσπεδο, παρυφή ενδύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, πιθ. δάνειο από την Καρική].
Dictionary of Greek. 2013.